πολυψήφις

πολυψήφις
και επικ. τ. πουλυψήφις, -ιδος, ὁ, ἡ, Α
(σχετικά με πόλεις, με την κοίτη ποταμών ή με παραλία) αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια (α. «πολυψήφις ῥηγμὶν θαλάσσης», Ναυμάχ.
β. «πουλυψήφις Κυρήνη», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ψηφίς, -ῖδος (< ψῆφος, ), πρβλ. μελαμ-ψήφις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυψήφις — πολυψήφῑς , πολυψήφις with many pebbles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύψηφος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια, πολύψηφις* 2. αυτός που έχει πολλές ψήφους, που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει πολλές φορές σε μια ψηφοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφος (< ψῆφος, ἡ), πρβλ. μονό ψηφος, ομό ψηφος] …   Dictionary of Greek

  • πολυψήφιδα — πολυψήφῑδα , πολυψήφις with many pebbles masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυψήφιδος — πολυψήφῑδος , πολυψήφις with many pebbles masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”