- πολυψήφις
- και επικ. τ. πουλυψήφις, -ιδος, ὁ, ἡ, Α(σχετικά με πόλεις, με την κοίτη ποταμών ή με παραλία) αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια (α. «πολυψήφις ῥηγμὶν θαλάσσης», Ναυμάχ.β. «πουλυψήφις Κυρήνη», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ψηφίς, -ῖδος (< ψῆφος, ἡ), πρβλ. μελαμ-ψήφις].
Dictionary of Greek. 2013.